ὑλοκουρός

ὑλοκουρός
ὑλοκουρός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υλοκουρός — ὁ, Α υλοτόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + κουρός (< κουρά)] …   Dictionary of Greek

  • ορεύς — ὀρεύς, έως, ιων. τ. οὐρεύς, ὁ (Α) 1. ημίονος, μουλάρι 2. ως επίθ. ορεινός («ὅπως τις ὑλοκουρὸς ἐργάτης ὀρεύς», Λυκόφρ.) 3. φρ. «νικᾱν τοῑς ὀρεῡσι» η νίκη στις ημιονοδρομίες (Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀρεύς συνδέεται με το ὅρος (Ι) / οὖρος «όριο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”